οδοντίατρος

οδοντίατρος
και οδοντογιατρός και οδοντοϊατρός, ο
γιατρός ειδικευμένος στη θεραπεία και την υγιεινή τών δοντιών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • οδοντίατρος — ο γιατρός για τα δόντια, οδοντογιατρός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Λουρίδης, Ορέστης — (Κωνσταντινούπολη 1907 –). Οδοντίατρος και πανεπιστημιακός. Σπούδασε στην οδοντιατρική και στην ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στο Παρίσι. Σταδιοδρόμησε αρχικά ως οδοντίατρος και στη συνέχεια ως πανεπιστημιακός. Το… …   Dictionary of Greek

  • ιατρός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ήρωας της αρχαίας Αθήνας ο οποίος είχε θεραπευτικές ιδιότητες. Επονομαζόταν ο εν άστει για να διακρίνεται από τον εν Μαραθώνι, που λατρευόταν στην Ελευσίνα και ήταν γνωστός και με το όνομα Αριστόμαχος. Το ιερό του Ι.… …   Dictionary of Greek

  • οδοντιατρείο — το ιατρείο τού οδοντιάτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < οδοντίατρος. Η λ., στον λόγιο τ. ὀδοντιατρεῖον, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • οδοντιατρικός — και οδοντοϊατρικός, ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οδοντίατρο ή στην επιστήμη του (α. «οδοντιατρικός σύλλογος» β. «οδοντιατρικά εργαλεία») 2. το θηλ. ως ουσ. η οδοντιατρική κλάδος τής ιατρικής ο οποίος ασχολείται με την πρόληψη και τη …   Dictionary of Greek

  • οδοντογιατρός — ο βλ. οδοντίατρος …   Dictionary of Greek

  • οδοντολόγος — ο οδοντίατρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. odontologist < ὀδούς, ὀδόντος + λόγος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

  • οδοντοϊατρός — ο βλ. οδοντίατρος …   Dictionary of Greek

  • οδούς — ο (ΑΜ ὀδούς, όντος, Α ιων. τ. ὀδών) 1. το δόντι (α. «ο Στάθης κατέβαινεν εις το κενόν, σφίγγων τους οδόντας», Παπαδ. β. «ποῑόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων», Ομ. Ιλ.) 2. κυλινδροειδής απόφυση τού δεύτερου αυχενικού σπονδύλου, η οποία ονομάστηκε… …   Dictionary of Greek

  • ορθοδοντικός — ή, ό, θηλ. ως ουσ. και ορθοδοντικός 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ορθοδοντική 2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η ορθοδοντικός ειδικός οδοντίατρος ο οποίος ασχολείται με την πρόληψη τών ατελειών και με τη διόρθωση τής σύνταξης και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”